- εἰαρόεις
- εἰᾰρό-εις, εσσα, εν, poet.,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ειαρόεις — εἰαρόεις, εσσα, εν (Α) ο εαρινός … Dictionary of Greek
εἰαρόεντος — εἰαρόεις masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰαρόεσσ' — εἰαρόεσσα , εἰαρόεις fem nom/voc sg εἰαρόεσσαι , εἰαρόεις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)